ακαταχώνιαστος

ακαταχώνιαστος
-η, -ο
αυτός που δεν καταχωνιάστηκε, δεν αποκρύφτηκε: Ήταν περίεργος άνθρωπος· δεν άφηνε ακαταχώνιαστο πράγμα που να 'χε κάποια αξία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ακαταχώνιαστος — η, ο [καταχωνιάζω] αυτός που δεν έχει καταχωνιαστεί, δεν έχει χωθεί σε βαθύ ή απόκρυφο μέρος 2. που δεν τόν έφαγε το σκοτάδι, δεν εξοντώθηκε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”